ενδυναμωτικός

ενδυναμωτικός
-ή, -ό
αυτός που δυναμώνει, ενισχύει, τονώνει ειδικά εξασθενημένους οργανισμούς («ενδυναμωτικά φάρμακα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”